- δηλώνομαι
- δηλώνομαι, δηλώθηκα, δηλωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… … Dictionary of Greek
διαφαίνομαι — (ΑΝ) 1. αρχίζω να παρουσιάζομαι μέσα από κάποιο άλλο σώμα, διαφανές ή όχι, διακρίνομαι αμυδρά κι αόριστα 2. αποδεικνύομαι, καταφαίνομαι, δηλώνομαι («διαφαίνονται οἱ σκοποί του») αρχ. 1. είμαι διάπυρος, πυροκόκκινος από τη θερμότητα 2. (αμτβ.)… … Dictionary of Greek
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek
συνδιεξάγω — ΜΑ μσν. οδηγώ κάτι προς τα έξω μαζί με άλλον αρχ. παθ. συνδιεξάγομαι εξωτερικεύομαι, δηλώνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο («ὁ τοῡ μέλους ῥυθμὸς καὶ τῶν ῥημάτων ἡ δύναμις συνδιεξαγομένη μετὰ τοῡ μέλους», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek